περισσείω
From LSJ
English (Autenrieth)
περισσείω: only pass., be tossed about, float in the air, Il. 19.382 and Il. 22.315.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
περισσείω: эп. = * περισείω.
Greek (Liddell-Scott)
περισσείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ περισείω.