περισσείω

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

English (Autenrieth)

περισσείω: only pass., be tossed about, float in the air, Il. 19.382 and Il. 22.315.

German (Pape)

[Seite 592] poet. = περισείω.

Russian (Dvoretsky)

περισσείω: эп. = * περισείω.

Greek (Liddell-Scott)

περισσείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ περισείω.