Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιτοίχισμα

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το, Ν περιτοιχίζω
1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο
2. η περιτοίχιση
3. περιτοιχισμένος χώρος.