περιτοίχισμα
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
το, Ν περιτοιχίζω
1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο
2. η περιτοίχιση
3. περιτοιχισμένος χώρος.