περιτοίχισμα

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

το, Ν περιτοιχίζω
1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο
2. η περιτοίχιση
3. περιτοιχισμένος χώρος.