περιχαράκωση

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

η, Ν
1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση
2. αποτελεσματική προστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].