πετράδι

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

το, ΝΜ
1. μικρή πέτρα
2. πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. σκοτάδι)].