πετράδι

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

το, ΝΜ
1. μικρή πέτρα
2. πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. σκοτάδι)].