οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
το, ΝΜ1. μικρή πέτρα2. πολύτιμος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. σκοτάδι)].