πετράδι

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

το, ΝΜ
1. μικρή πέτρα
2. πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. σκοτάδι)].