πετροπέρδικα

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία του ορνιθόμορφου πτηνού πέρδικα η ελληνική, που ζει σε πετρώδη μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πέρδικα].