πεύστης

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεύστης: -ου, ὁ, ὁ ἐρωτῶν, ἐρευνῶν ὅπως μάθῃ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Φάλ. 1. 10.