Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
-α, -ο, Ν
1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος
ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].