πλακόστρωτο

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

το, Ν
δάπεδο, επιφάνεια στρωμένη με πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πλακόστρωτος].