πλακόστρωτος

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. ο στρωμένος με πλάκες
2. το ουδ. ως ουσ. το πλακόστρωτο
βλ. πλακόστρωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].