πλευρίζω

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source

Greek Monolingual

Ν πλευρό
1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό της προκυμαίας ή άλλου πλοίου
2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω.