διπλαρώνω

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual


1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω
3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρω + (κατάλ.) -ώνω].