πλεῖστα

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

French (Bailly abrégé)

pl. neutre de πλεῖστος.

Russian (Dvoretsky)

πλεῖστα: adv.
1 больше (превыше) всего (εὐλογούμενος Soph.);
2 чаще всего (εἰς τὴν Λακεδαίμονα πρεσβεύειν Plat.);
3 больше (π. θαυμάσια ἔχει - sc. ἡ Αἴγυπτος - ἢ ἄλλη πᾶσα χώρη Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεῖστα superl. n. pl. van πολύς.