πλιάτσικο
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
το, Ν
1. λεία, λάφυρο
2. λαφυραγωγία, διαρπαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. placke < σλαβ. pljatška].