Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλιάτσικο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το, Ν
1. λεία, λάφυρο
2. λαφυραγωγία, διαρπαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. placke < σλαβ. pljatška].