πλουσιόψυχος

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουσιόψῡχος Medium diacritics: πλουσιόψυχος Low diacritics: πλουσιόψυχος Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: plousiópsychos Transliteration B: plousiopsychos Transliteration C: plousiopsychos Beta Code: plousio/yuxos

English (LSJ)

πλουσιόψυχον, generous, Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος στην ψυχή, γενναιόψυχος, γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].