πλουταίνω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Ν πλούτος
1. καθιστώ κάποιον πλούσιο, πλουτίζω
2. γίνομαι πλούσιος
3. παροιμ. «με το νου πλουταίνει η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα» — λέγεται για εκείνους που αυταπατώνται και ξεγελώνται με μάταιες ελπίδες.