πλουτολεκτώ

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
συσσωρεύω πλούτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -λεκτῶ (< -λέκτης < λέγω «συλλέγω»)].