πλωϊάς

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

German (Pape)

[Seite 639] άδος, ἡ, = Vorigem, wie Plut. qu. graec. 7 erkl.: τὰς ὑπόμβρους μάλιστα καὶ περιφερομένας, nach Theophr.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui flotte.
Étymologie: πλώω.

Russian (Dvoretsky)

πλωϊάς: άδος (ᾰδ) adj. f плавучая, плывущая (νεφέλαι Plut.).