ποάνθρακας

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ο, Ν
γεωλ. άλλη ονομασία της τύρφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ποάνθραξ, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].