ποδοκίνητος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που λειτουργεί με την κίνηση τών ποδιών (α. «ποδοκίνητος τροχός» β. «ποδοκίνητος τόρνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κινητός (< κινώ), πρβλ. χειροκίνητος].