ποδόμακτρο

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

το / ποδόμακτρον, ΝΑ
μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»].