Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδόφρενο

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. τύπος πέδης, φρένου που λειτουργεί όταν ένας μοχλός πιέζεται με το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + φρένο].