φρένο

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. τεχνολ. πέδη, τροχοπέδη
2. μτφ. καθετί που ανακόπτει την κίνηση, την ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frein < λατ. frenum «χαλινάρι»].