ποδώ

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

-όω, ΝΜ πους, ποδός]]
1. ναυτ. τεντώνω τους πόδες τών ιστίων για να τα δέσω
2. μέσ. ποδοῦμαι
έχω πόδια.