οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
-όω, ΝΜ πους, ποδός]]
1. ναυτ. τεντώνω τους πόδες τών ιστίων για να τα δέσω
2. μέσ. ποδοῦμαι
έχω πόδια.