ποδώ

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

-όω, ΝΜ πους, ποδός]]
1. ναυτ. τεντώνω τους πόδες τών ιστίων για να τα δέσω
2. μέσ. ποδοῦμαι
έχω πόδια.