ποικιλοειδής

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ειδής].