πονηράδα

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πονηρός τρόπος, πονηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κατάλ. –άδα (I) (πρβλ. ζωηράδα, χλωμάδα)].