πονηράδα

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πονηρός τρόπος, πονηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κατάλ. –άδα (I) (πρβλ. ζωηράδα, χλωμάδα)].