ποντοπόρεια
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, die Meerdurchwandlerinn, b. Hes. Th. 256 Name einer Nereide; aber bei sp. D. adj., z. B. νηῦς, Greg. Naz. 10, 5.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ποντοπόρος.