πουρί

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος
2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε δόντια, σε δοχεία βρασμού ή σε σωλήνες, ίζημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωρί(ον), υποκορ. του αρχ. πώρος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι, πῶλος: πουλάρι].