πρακτόρεια
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἡ, pecul. fem. of πράκτωρ, ADysc. Conj. 233.8.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτόρεια: ας, ἡ, θηλ. τοῦ πράκτωρ, Ἀπολλώνιος Δ. περὶ Συνδ. 499, 28.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πράκτωρ.