προασκώ

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

προασκῶ, -έω, ΝΑ
ασκώ κάποιον προκαταρκτικά, προγυμνάζω.