προδείκτης
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
προδείκτου, ὁ, pantomimic actor, D.S.34/5.34.
German (Pape)
[Seite 714] ὁ, eine Art Schauspieler, bei D. Sic. exc. libri 35 p. 606 E. neben μῖμοι genannt. Vgl. δεικελιστής.
Russian (Dvoretsky)
προδείκτης: ου ὁ актер Diod.
Greek (Liddell-Scott)
προδείκτης: -ου, ὁ, παντόμιμος, ὑποκριτὴς θεάτρου, Διοδ. Ἐκλογ. 606. 66.
Greek Monolingual
ὁ, Α προδείκνυμι
παντόμιμος υποκριτής θεάτρου.