προσέκυρσα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

French (Bailly abrégé)

v. προσκυρέω.

Greek Monotonic

προσέκυρσα: αόρ. αʹ του προσκυρέω.

Russian (Dvoretsky)

προσέκυρσα: aor. к προσκυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσέκυρσα aor. act. van προσκυρέω.