ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
v. προσκυρέω.
προσέκυρσα: αόρ. αʹ του προσκυρέω.
προσέκυρσα: aor. к προσκυρέω.
προσέκυρσα aor. act. van προσκυρέω.