προσεΐσκομαι

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Russian (Dvoretsky)

προσεΐσκομαι: (только 2 л. sing. pf. προσήϊξαι) быть похожим Eur. (см. * προσείκω 1).