προσείρηκα

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

German (Pape)

[Seite 757] perf. zu προσερῶ, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. *προσέρω.

Russian (Dvoretsky)

προσείρηκα: pf. к * πρισέρω.