προσκαταμένω
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
remain at a place afterwards, αὐτόθι Hyp.Lyc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταμένω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ αὐτόθι τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. [XIV], 17.
Greek Monolingual
Α
διαμένω, παραμένω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταμένω «διαμένω, παραμένω»].