προστατόλιθος

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. λιθίαση του προστάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης + λίθος.