προσωπολογία

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

η, Ν
η σπουδή της αυτόματης μιμικής του προσώπου, που θεωρείται ως έκφραση της ψυχικής προσωπικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopologie (< πρόσωπο + -λογία)].