προσωπολογία

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η σπουδή της αυτόματης μιμικής του προσώπου, που θεωρείται ως έκφραση της ψυχικής προσωπικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopologie (< πρόσωπο + -λογία)].