πτυχίο

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

το / πτυχίον, ΝΜΑ
νεοελλ.
πιστοποιητικό ανώτατης σχολής που χορηγείται σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του
μσν.-αρχ.
διπλωμένο βιβλίο, πτύχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύχιον, με καταβιβασμό του τόνου].