πτωχείον

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντείον)].