πτωχοκομείο

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φιλανθρωπικό ίδρυμα που δέχεται για περίθαλψη φτωχούς, ανίκανους προς εργασία και γέροντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -κομείο (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτωχοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].