το, Ν
φιλανθρωπικό ίδρυμα που δέχεται για περίθαλψη φτωχούς, ανίκανους προς εργασία και γέροντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -κομείο (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτωχοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].