πτωχόστολος

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
ντυμένος με φτωχική στολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -στολος (< στολή), πρβλ. λινόστολος].