ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
-ον, Μντυμένος με φτωχική στολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -στολος (< στολή), πρβλ. λινόστολος].