πτωχόστολος
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek Monolingual
-ον, Μ
ντυμένος με φτωχική στολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -στολος (< στολή), πρβλ. λινόστολος].