πυκνοδεντριά

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

και πυκνοδενδριά, η / πυκνοδενδρία, ΝΜ
τόπος πυκνά καλυμμένος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + δέντρο(ν) + κατάλ. -ιά].