πυκνοκέντητος

From LSJ

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει πολλά κεντήματα, ποικίλματα, πυκνοκεντημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κεντητός (< κεντῶ)].