πυκνοκατοικούμαι
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
-έομαι, Ν
1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].