πυκνοκατοικούμαι

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

-έομαι, Ν
1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].